- προλύτης
- ὁ, ΝΜΑ [προλύω]συν. στον πληθ. οι προλύτες και οἱ προλύται(βυζ.) σπουδαστές δικαίου που είχαν συμπληρώσει το προτελευταίο, δηλαδή το πέμπτο, έτος τών σπουδών τους και οι οποίοι ονομάζονταν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους λύτες, που είχαν ήδη αποφοιτήσεινεοελλ.τίτλος που απένεμε μέχρι το 1911 το Πανεπιστήμιο Αθηνών σε πτυχιούχους με βαθμό σχεδόν καλώς.
Dictionary of Greek. 2013.